- περινοστοῦντες
- περινοστέωgo roundpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)περινοστέωgo roundpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περινοστώ — έω, ΜΑ 1. γυρίζω εδώ κι εκεί («οἱ περινοστήσαντες τὴν οἰκουμένην Ἀπόστολοι», Κλήμ.) 2. επισκέπτομαι, περιοδεύω 3. εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά («τὴν θείαν περινοστοῡντες γραφήν», Θεοδώρ.) αρχ. τριγυρίζω κάποιον για να τόν ξεγελάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek